- πολυύλῳ
- πολύυλοςabounding in forestsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύυλος — ον, ΜΑ αυτός που έχει άφθονες προσόδους, πλούσιος αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει αφθονία δασών 2. αυτός που έχει άφθονα υλικά 3. πληθωρικός («σώματι πολυύλῳ», Αντυλλ.) 4. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη ύλης, πολλά υλικά 5. (για φάρμακα)… … Dictionary of Greek